-
1 καουτσούκ
το άκλ, каучук;συνθετικό (φυσικό) καουτσούκ — синтетический (натуральный) каучук
-
2 καουτσούκ
caoutchouc -
3 каучук
[καουτσούκ] ουσ. α καουτσούκ -
4 каучук
[καουτσούκ] ουσ α καουτσούκ -
5 каучуковый
επ.του καουτσούκ•каучуковый завод εργοστάσιο καουτσούκ.
|| από καουτσούκ•-ая трубка λαστιχένιος σωλήνας.
-
6 каучук
-
7 каучук
каучукм τό καουτσούκ, τό ἐλαστικόν κόμμι:синтетический \каучук τό συνθετικό καουτσούκ. -
8 резиновый
резин||овыйприл λαστιχένιος, του καουτσούκ:\резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ. -
9 каучук
-а α.καουτσούκ•синтетический - συνθετικό καουτσούκ.
-
10 резиновый
επ.1. ελαστιχός• λαστ ιχέν ιος• του καουτσούκ•-ое производство παραγωγή ελα-στιχών ή καουτσούκ•
-ые калоши οι γαλότσες•
-ая обувь λαστιχένια παπούτσια.
2. μτφ. (για έννοιες)• εκτατικός. -
11 вальцевание
1. (объёмное штампование заготовок вращающимися штампами) η ελασματοποίηση, η έλαση 2. (в трубном производстве) η έλαση σωλήνων 3. (каучука, резиновых смесей и т.п.) η ανάμειξη και παραγωγή φύλλων-ελασμάτων (από καουτσούκ, ελαστικό κ.λπ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вальцевание
-
12 вальцевать
1. (металлические заготовки, трубы вращающимися штампами) ελασματοποιώ 2. (каучук, резиновые смеси и т.п.) παράγω φύλλα-ελάσματα από καουτσούκ, ελαστικό κ.λπ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вальцевать
-
13 каучук
το καουτσούκ (ξεν.)листовой - σε έλασμα/φύλλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каучук
-
14 креп
1. (сорт каучука) το κρεπ (είδος καουτσούκ) 2. (ткань) το κρεπ (είδος υφάσματος) (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > креп
-
15 крошка
το θρύμμα, το ψίχουλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крошка
-
16 резина
το ελαστικό κόμμι, το λάστιχοвулканизировать - у ενθειώνω το -, θειώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резина
-
17 чикл
το φυσικό καουτσούκ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чикл
-
18 прокладка
прокладкаж1. (действие) ἡ τοποθέ-τηση [-ις], τό θέσιμο, ἡ κατασκευή:\прокладка кабеля ἡ τοποθέτηση καλωδίου·2. (слой) τό ἐνδιάμεσο στρώμα, τό γέμισμα:резиновая \прокладка τό ἐνδιάμεσο στρώμα καουτσούκ. -
19 прорезиненный
прорезиненный1. прич. от прорезинить·2. прил:\прорезиненный плащ ἀδιάβροχο διαποτισμένο μέ καουτσούκ. -
20 прорезинивать
прорезиниватьнесов, прорезинить сов ἀλείφω μέ καουτσούκ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καουτσούκ — το (λ. γαλλ.), άκλ., το ελαστικό κόμμι: Η ρόδα αυτή είναι από καουτσούκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καουτσούκ — Γαλακτώδες προϊόν των καουτσουκόδενδρων. Βλ. λ. κομμεορητίνες ή γόμες. * * * το ελαστικό κόμμι, λάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caoutchouc < καραϊβ. cahuchu] … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
βουλκανισμός — Μέθοδος κατεργασίας του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. Ο συνηθισμένος β. γίνεται με προσθήκη θείου 8 10% σε ακατέργαστο καουτσούκ και διακρίνεται σε θερμό β. (μείγμα καουτσούκ και Θείου θερμαίνονται για 3 4… … Dictionary of Greek
κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
γουταπέρκα — Ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών του γένους δίχοψις. Η ακατέργαστη γ. είναι μείγμα ρητινών και υδρογοναθράκων του τύπου (C5H8)x (πολυϊσοπρένιο). Η καθαρή γ. παρουσιάζει σύνταξη ανάλογη με εκείνη του καουτσούκ, αλλά… … Dictionary of Greek